δελεασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðe.le.aˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐λε‐α‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαδελεασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δελεάζω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δελεασμένος
|