Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδελέαστος η αδελέαστη το αδελέαστο
      γενική του αδελέαστου της αδελέαστης του αδελέαστου
    αιτιατική τον αδελέαστο την αδελέαστη το αδελέαστο
     κλητική αδελέαστε αδελέαστη αδελέαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδελέαστοι οι αδελέαστες τα αδελέαστα
      γενική των αδελέαστων των αδελέαστων των αδελέαστων
    αιτιατική τους αδελέαστους τις αδελέαστες τα αδελέαστα
     κλητική αδελέαστοι αδελέαστες αδελέαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδελέαστος < (καθαρεύουσα) ἀδελέαστος, α- στερητικό + (δελεάζω) δελεασ- + -τος [1]

  Επίθετο επεξεργασία

αδελέαστος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία