Ετυμολογία

επεξεργασία
πλανεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πλανεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /plaˈne.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐νεύ‐ω

πλανεύω, αόρ.: πλάνεψα, παθ.φωνή: πλανεύομαι, π.αόρ.: πλανεύτηκα, μτχ.π.π.: πλανεμένος

  1. παραπλανώ κάποιον και τον παρασύρω να κάνει κάτι
  2. ξελογιάζω, ξεμυαλίζω, παίρνω τα μυαλά, εντυπωσιάζω ερωτικά

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πλανώ

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλανεύω: μεταπλαστικός τύπος του πλαν(ῶ) + -εύω < ελληνιστική κοινή πλανάω [1]

πλανεύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πλανῶ

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «πλανώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.