Ετυμολογία

επεξεργασία

πλανεύω, αόρ.: πλάνεψα, παθ.φωνή: πλανεύομαι, π.αόρ.: πλανεύτηκα, μτχ.π.π.: πλανεμένος

  1. παραπλανώ κάποιον και τον παρασύρω να κάνει κάτι
  2. ξελογιάζω, ξεμυαλίζω, παίρνω τα μυαλά, εντυπωσιάζω ερωτικά

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

πλανεύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη πλανῶ

Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «πλανώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.