Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλανεύτηκα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Ρηματικός τύπος
1.2.1
Δείτε επίσης
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
plaˈne.fti.ka
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
πλα‐νεύ‐τη‐κα
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πλανεύτηκα
α΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
αορίστου
παθητικής φωνής
(
πλανεύομαι
)
του
πλανεύω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ο αόριστος
πλανήθηκα
,
του
πλανώμαι
,
πλανιέμαι
<
πλανώ