Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλανιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος πλανώ < αρχαία ελληνική πλανάω / πλανῶ - μέσο πλανάομαι / πλανῶμαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /plaˈɲe.me/

  Ρήμα επεξεργασία

πλανιέμαι/πλανώμαι, π.αόρ.: πλανήθηκα, μτχ.π.π.: πλανημένος, (ενεργ.: πλανώ) συνήθως στην παθητική φωνή

  1. περιφέρομαι από τόπο σε τόπο
     συνώνυμα: περιπλανιέμαι
  2. (για φήμες) διαδίδομαι
  3. (για κίνδυνο, απειλή) πρόκειται να συμβεί
    πλανιόνται σύννεφα πολέμου
  4. σχηματίζω λανθασμένη εντύπωση (συχνά στη μορφή: πλανώμαι)
     συνώνυμα: πλανεύομαι, απατώμαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία