Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πλανάομαι: μεταγενέστερο το ενεργητικό πλανάω / πλανῶ

  Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία

πλανάομαι / πλανῶμαι

  ΠηγέςΕπεξεργασία