Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πλανάω < πλανάομαι, μεσοπαθητικός τύπος (ομηρικό πλανόωνται), με θέμα πλαν- αβέβαιης ετυμολογίας. Έχουν προταθεί εκδοχές όπως: [1]

  ΡήμαΕπεξεργασία

πλανάω / πλανώ παθητική φωνή του ρήματος πλανάομαι / πλανώμα

  1. (ενεργητική φωνή)
    1. ((ελληνιστική σημασία) ξεστρατίζω {{και μεταφορικά, όπως στον λόγο μου)
    2. οδηγώ κάποιον σε εσφαλμένω συμπέρασμα, εξαπατώ
      ※  τὸ ἀόριστον πλανᾷ (Αριστοτέλης, Rh. 1415a14
  2. (μεσοπαθητική φωνή)
    1. (αρχική σημασία) πλανιέμαι εδώ κι εκεί (και μεταφορικά, όπως παρεκτρέπομαι στον λόγο)
      → δείτε παράθεμα στο πλανόωνται
    2. αμφιβάλλω
    3. είμαι εξαπατημένος
    4. κάνω κάτι αντικανονικά, ή στην τύχη
      → δείτε όπως στις μετοχές πλανώμενος και πεπλανημένος

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
πλαν- 

μετοχές:

απαρέμφατα

και

σύνθετα του ρήματος & τα συγγενικά τους:

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. «πλανώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  ΠηγέςΕπεξεργασία