πλανάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλανάω < πλανάομαι, μεσοπαθητικός τύπος (ομηρικό πλανόωνται), με θέμα πλαν- αβέβαιης ετυμολογίας. Έχουν προταθεί εκδοχές όπως: [1]
- Δεν είναι δυνατή η τεκμηρίωση για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₂- (πλατύς, ευρύς, επίπεδος) απ' όπου παλάμη, πέλαγος, πλάγιος, πλάσσω, λατινική planus > το εργαλείο πλάνη.
- Αμφίβολη η σύνδεση με τα αρχαία πλάζω (εκτρέπω), απ' όπου πλαγκτόν και πλήσσω/πλήττω.
- Επίσης, έχει προταθεί για το πλανώμαι, υπόθεση σύνδεσης με τευτονικές γλώσσες (όπως η παλαιά νορβηγική flana (παλαιά ισλανδική, ισλανδική flana (περιπλανιέμαι)
Ρήμα
επεξεργασίαπλανάω / πλανώ παθητική φωνή του ρήματος πλανάομαι / πλανώμα
- (ενεργητική φωνή)
- ((ελληνιστική σημασία) ξεστρατίζω {{και μεταφορικά, όπως στον λόγο μου)
- οδηγώ κάποιον σε εσφαλμένω συμπέρασμα, εξαπατώ
- ※ τὸ ἀόριστον πλανᾷ (Αριστοτέλης, Rh. 1415a14
- (μεσοπαθητική φωνή)
- (αρχική σημασία) πλανιέμαι εδώ κι εκεί (και μεταφορικά, όπως παρεκτρέπομαι στον λόγο)
- → δείτε παράθεμα στο πλανόωνται
- αμφιβάλλω
- είμαι εξαπατημένος
- κάνω κάτι αντικανονικά, ή στην τύχη
- → δείτε όπως στις μετοχές πλανώμενος και πεπλανημένος
- (αρχική σημασία) πλανιέμαι εδώ κι εκεί (και μεταφορικά, όπως παρεκτρέπομαι στον λόγο)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
πλαν-
πλαν-
μετοχές: |
απαρέμφατα |
- Κατηγορία:Λέξεις με επίθημα -πλανής (αρχαία ελληνικά)
- Κατηγορία:Λέξεις με επίθημα -πλάνητος (αρχαία ελληνικά)
- Κατηγορία:Λέξεις με επίθημα -πλανος (αρχαία ελληνικά)
και
- ἀπλανής
- ἀπλάνεια
- ἀπλανησία
- ἀπλάνητος
- βουπλανόκτιστος
- καταπεπλανημένως
- λαοπλάνος
- οἰστροπλάνεια
- παντοπλάνος
- πεπλανημένως
- περιπλάνησις
- περιπλανία
- περιπλάνιος
- πλάν (δωρικός τύπος )
- πλανάτας (δωρικός τύπος )
- πλάνη
- πλάνημα & σύνθετα
- πλάνης
- -πλανής
- πλανησίεδρος
- πλάνησις & σύνθετα
- πλανητέος
- πλανητεύω
- πλανήτης
- πλάνιος
- πλανοστιβής
- -πλανος
- πλανύττω
- πλανώδης
- σύμπλανος
- τηλέπλανος
- τριπλανήτης
- ψευδοπλάνης
- ὠκύπλανος
σύνθετα του ρήματος & τα συγγενικά τους:
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «πλανώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πλανάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλανάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.