περιπλάνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | περιπλάνησῐς | αἱ | περιπλανήσεις | ||||
γενική | τῆς | περιπλανήσεως | τῶν | περιπλανήσεων | ||||
δοτική | τῇ | περιπλανήσει | ταῖς | περιπλανήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | περιπλάνησῐν | τὰς | περιπλανήσεις | ||||
κλητική ὦ! | περιπλάνησῐ | περιπλανήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιπλανήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | περιπλανησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιπλάνησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριπλάνησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- περιπλάνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.