planus
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- planus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₂-
Επίθετο
επεξεργασία
planus (la), -a, -um
Κλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | planus | plana | planum | planī | planae | plana |
γενική | planī | planae | planī | planōrum | planārum | planōrum |
δοτική | planō | planae | planō | planīs | planīs | planīs |
αιτιατική | planum | planam | planum | planōs | planās | plana |
κλητική | plane | plana | planum | planī | planae | plana |
αφαιρετική | planō | planā | planō | planīs | planīs | planīs |
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- planus < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική πλάνος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
planus (la) αρσενικό
Κλίση
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- planus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.