Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

planus (eo)

  • υποθετική του ρήματος plani



  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
planus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₂-

  Επίθετο

επεξεργασία

planus (la), -a, -um

  1. ομαλός, λείος, επίπεδος
  2. (μεταφορικά) καταληπτός, ξεκάθαρος
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική planus plana planum planī planae plana
γενική planī planae planī planōrum planārum planōrum
δοτική planō planae planō planīs planīs planīs
αιτιατική planum planam planum planōs planās plana
κλητική plane plana planum planī planae plana
αφαιρετική planō planā planō planīs planīs planīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

planus (λατινικά)

γαλλικά: plan
αγγλικά: plan
ισπανικά: plano
μεσαιωνικά ελληνικά: πλάνος στη σημασία: ομαλός

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
planus < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική πλάνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

planus (la) αρσενικό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική planus planī
γενική planī planōrum
δοτική planō planīs
αιτιατική planum planōs
κλητική plane planī
αφαιρετική planō planīs
(β' κλίση)