πλάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλάνος | η | πλάνα | το | πλάνο |
γενική | του | πλάνου | της | πλάνας | του | πλάνου |
αιτιατική | τον | πλάνο | την | πλάνα | το | πλάνο |
κλητική | πλάνε | πλάνα | πλάνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλάνοι | οι | πλάνες | τα | πλάνα |
γενική | των | πλάνων | των | πλάνων | των | πλάνων |
αιτιατική | τους | πλάνους | τις | πλάνες | τα | πλάνα |
κλητική | πλάνοι | πλάνες | πλάνα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλάνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλάνος (επίθετο)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpla.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλά‐νος
Επίθετο
επεξεργασία
πλάνος, -α, -ο
- που ξεγελάει και εξαπατάει με ψεύτικα λόγια και υποσχέσεις
- γοητευτικός
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
που εξαπατάει
|
Πηγές
επεξεργασία
- πλάνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- πλάνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλάνος (επίθετο)
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλάνος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πλανῶ
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- πλάνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλάνος (αρσενικό ουσιαστικό) με μεταπλασμό σε ουδέτερο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ετυμολογία 3
επεξεργασία
- πλάνος < (άμεσο δάνειο) λατινική planus
Επίθετο
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- σελ.341, 342, 343, Τόμος 16] - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλάνος, ήδη στον Σοφοκλή < πλανάομαι / πλανῶμαι (αναδρομικός σχηματισμός) [1] < πλανάω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: πλάνος ⇒ νέα ελληνικά: πλάνος
Επίθετο
επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πλάνος | τὸ | πλάνον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πλάνου | τοῦ | πλάνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πλάνῳ | τῷ | πλάνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πλάνον | τὸ | πλάνον | ||
κλητική ὦ! | πλάνε | πλάνον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πλάνοι | τὰ | πλάνᾰ | ||
γενική | τῶν | πλάνων | τῶν | πλάνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πλάνοις | τοῖς | πλάνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πλάνους | τὰ | πλάνᾰ | ||
κλητική ὦ! | πλάνοι | πλάνᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλάνω | τὼ | πλάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλάνοιν | τοῖν | πλάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
πλάνος, -ος, -ον
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλανάω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πλάνος | οἱ | πλάνοι |
γενική | τοῦ | πλάνου | τῶν | πλάνων |
δοτική | τῷ | πλάνῳ | τοῖς | πλάνοις |
αιτιατική | τὸν | πλάνον | τοὺς | πλάνους |
κλητική ὦ! | πλάνε | πλάνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
πλάνος, -ου αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ s.v. «πλανώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- πλάνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλάνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.