Ετυμολογία

επεξεργασία
plano < plan + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική plano planoj
αιτιατική planon planojn

plano (eo)

ĉu vi scias lian vojaĝplanon?, ξέρεις το σχέδιο ταξιδιού του;