- ἀπλανής < ἀ- στερητικό + πλάνη (περιπλάνηση, ξεστράτισμα, ψευδαίσθηση)
ἀπλανής, -ής, -ές
- σταθερός, μη μετακινούμενος
- ἐξ ἧς δὴ τῆς αἰτίας γέγονεν ὅσ' ἀπλανῆ τῶν ἄστρων ζῷα θεῖα ὄντα καὶ ἀίδια (Πλάτωνος, Τίμαιος 40b)
- Από αυτήν την αιτία γεννήθηκαν όσα από τα άστρα είναι απλανή και ζωντανά, θεϊκά και παντοτινά
- (για γραμμή) ευθεία
- ορθός, μη εσφαλμένος