↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλανής η απλανής το απλανές
      γενική του απλανούς* της απλανούς του απλανούς
    αιτιατική τον απλανή την απλανή το απλανές
     κλητική απλανή(ς) απλανής απλανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλανείς οι απλανείς τα απλανή
      γενική των απλανών των απλανών των απλανών
    αιτιατική τους απλανείς τις απλανείς τα απλανή
     κλητική απλανείς απλανείς απλανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απλανής < αρχαία ελληνική ἀπλανής < ἀ- στερητικό + πλάνη (περιπλάνηση)

  Επίθετο

επεξεργασία

απλανής, -ής, -ές

  1. που παραμένει σταθερός σε ένα σημείο
    • απλανής αστέρας: αστέρι που έχει πάντα την ίδια θέση στην ουράνια σφαίρα και κινείται μαζί της κατά την φαινομενική περιφορά της γύρω από τη γη, σε αντίθεση με τους πλανήτες
  2. που παραμένει προσηλωμένος σε ένα σημείο χωρίς έκφραση και ζωντάνια
    απλανές βλέμμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία