λαοπλάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαοπλάνος αρσενικό
- κάποιος (συνήθως πολιτικός) που έχει την ικανότητα να γοητεύει και να παραπλανά το λαό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαοπλάνος
|