πλανημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλανημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πλανώ (αρχαία ελληνική πεπλανημένος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pla.niˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐νη‐μέ‐νος
- παρώνυμο: πλανεμένος του πλανεύω
Μετοχή
επεξεργασίαπλανημένος, -η, -ο
- μετοχή παρακειμένου του ρήματος πλανιέμαι & πλανώμαι
Άλλες μορφές
επεξεργασία- πεπλανημένος (λόγιο, δείτε το ρήμα πλανώμαι του πλανώ)
- πλανεμένος (δείτε το ρήμα πλανεύομαι του πλανεύω)
Σύνθετα
επεξεργασία- αποπλανημένος
- παραπλανημένος
- Όροι με πλανημένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλανημένος
|