Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπλανημένος η αποπλανημένη το αποπλανημένο
      γενική του αποπλανημένου της αποπλανημένης του αποπλανημένου
    αιτιατική τον αποπλανημένο την αποπλανημένη το αποπλανημένο
     κλητική αποπλανημένε αποπλανημένη αποπλανημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπλανημένοι οι αποπλανημένες τα αποπλανημένα
      γενική των αποπλανημένων των αποπλανημένων των αποπλανημένων
    αιτιατική τους αποπλανημένους τις αποπλανημένες τα αποπλανημένα
     κλητική αποπλανημένοι αποπλανημένες αποπλανημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αποπλανημένος, -η, -ο



  Μεταφράσεις επεξεργασία