Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλανευτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πλανευτ
ής
οι
πλανευτ
ές
γενική
του
πλανευτ
ή
των
πλανευτ
ών
αιτιατική
τον
πλανευτ
ή
τους
πλανευτ
ές
κλητική
πλανευτ
ή
πλανευτ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλανευτής
<
πλανεύω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλανευτής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
πλανεύτρα
)
αυτός που
πλανεύει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλανευτής