Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμυαλίζω < ξε- + μυαλό + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεμυαλίζω, πρτ.: ξεμυάλιζα, στ.μέλλ.: θα ξεμυαλίσω, αόρ.: ξεμυάλισα, παθ.φωνή: ξεμυαλίζομαι, μτχ.π.π.: ξεμυαλισμένος

Συνώνυμα επεξεργασία


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία