Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεμυαλίζω < ξε- + μυαλό + -ίζω

ξεμυαλίζω, πρτ.: ξεμυάλιζα, στ.μέλλ.: θα ξεμυαλίσω, αόρ.: ξεμυάλισα, παθ.φωνή: ξεμυαλίζομαι, μτχ.π.π.: ξεμυαλισμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία


  Μεταφράσεις

επεξεργασία