αποπλανεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποπλανεύω
- άλλη μορφή του αποπλανώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπλανεύω | αποπλάνευα | θα αποπλανεύω | να αποπλανεύω | αποπλανεύοντας | |
β' ενικ. | αποπλανεύεις | αποπλάνευες | θα αποπλανεύεις | να αποπλανεύεις | αποπλάνευε | |
γ' ενικ. | αποπλανεύει | αποπλάνευε | θα αποπλανεύει | να αποπλανεύει | ||
α' πληθ. | αποπλανεύουμε | αποπλανεύαμε | θα αποπλανεύουμε | να αποπλανεύουμε | ||
β' πληθ. | αποπλανεύετε | αποπλανεύατε | θα αποπλανεύετε | να αποπλανεύετε | αποπλανεύετε | |
γ' πληθ. | αποπλανεύουν(ε) | αποπλάνευαν αποπλανεύαν(ε) |
θα αποπλανεύουν(ε) | να αποπλανεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποπλάνεψα | θα αποπλανέψω | να αποπλανέψω | αποπλανέψει | ||
β' ενικ. | αποπλάνεψες | θα αποπλανέψεις | να αποπλανέψεις | αποπλάνεψε | ||
γ' ενικ. | αποπλάνεψε | θα αποπλανέψει | να αποπλανέψει | |||
α' πληθ. | αποπλανέψαμε | θα αποπλανέψουμε | να αποπλανέψουμε | |||
β' πληθ. | αποπλανέψατε | θα αποπλανέψετε | να αποπλανέψετε | αποπλανέψτε | ||
γ' πληθ. | αποπλάνεψαν αποπλανέψαν(ε) |
θα αποπλανέψουν(ε) | να αποπλανέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποπλανέψει | είχα αποπλανέψει | θα έχω αποπλανέψει | να έχω αποπλανέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αποπλανέψει | είχες αποπλανέψει | θα έχεις αποπλανέψει | να έχεις αποπλανέψει | ||
γ' ενικ. | έχει αποπλανέψει | είχε αποπλανέψει | θα έχει αποπλανέψει | να έχει αποπλανέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπλανέψει | είχαμε αποπλανέψει | θα έχουμε αποπλανέψει | να έχουμε αποπλανέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αποπλανέψει | είχατε αποπλανέψει | θα έχετε αποπλανέψει | να έχετε αποπλανέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποπλανέψει | είχαν αποπλανέψει | θα έχουν αποπλανέψει | να έχουν αποπλανέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποπλανεύω
→ δείτε τη λέξη αποπλανώ |