μεταπλαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταπλαστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταπλαστικός. Μορφολογικά αναλύεται σε (μεταπλάθω, μετάπλαση) μεταπλασ- + -τικός [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.pla.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐πλα‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαμεταπλαστικός, -ή, -ό
- που προκαλεί μετάπαλαση, μεταπλασμό
- που έχει δημιουργηθεί από μεταπλασμό
- ⮡ (γραμματική) το ελληνιστικό «δίλημμα» είναι μεταπλαστικός τύπος του ουδέτρου του επιθέτου «διλήμματος»
- ≈ συνώνυμα: μεταπλαστός
- ⮡ (ιατρική) μεταπλαστικός καρκίνος
- → δείτε και τη λέξη υπερπλαστικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μεταπλαστός, μεταπλάθω, μετα- και πλαστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταπλαστικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «μεταπλάσσω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταπλαστικός < (μεταπλάσσω, μετάπλασις) μεταπλασ- + -τικός [1]
Επίθετο
επεξεργασίαμεταπλαστικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- (για ποιητικούς τύπους) που έχει μεταβληθεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μεταπλάσσω, μετα- και πλαστικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «μεταπλάσσω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μεταπλαστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.