δίλημμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δίλημμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίλημμα. Δείτε δί- (δις) + λῆμμα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.li.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐λημ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δίλημμα ουδέτερο
- * κατάσταση ή πρόβλημα που περιλαμβάνει δύο επιλογές ή δυνατότητες, από τις οποίες καμία δεν είναι απολύτως ικανοποιητική ή εύκολα επιτεύξιμη, οδηγώντας σε λήψη δύσκολων αποφάσεων
Συγγενικά
επεξεργασία- διλημματικός
- → δείτε τις λέξεις δύο, λήμμα και λαμβάνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- δίλημμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δίλημμᾰ | τὰ | διλήμμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | διλήμμᾰτος | τῶν | διλημμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | διλήμμᾰτῐ | τοῖς | διλήμμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | δίλημμᾰ | τὰ | διλήμμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | δίλημμᾰ | διλήμμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διλήμμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διλημμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δίλημμα (όψιμη ελληνιστική κοινή, 5ου αιώνα κε) μεταπλαστικός τύπος για το διλήμματον, ουδέτερο του επιθέτου διλήμματος < αρχαία ελληνική δί- (δίς) + λῆμμα [1] Δείτε και το λαμβάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δίλημμα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) πρόταση ή συλλογισμός με αβέβαιες λύσεις
Απόγονοι
επεξεργασίαδίλημμα (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- δίλημμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.