διλημματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασία- διλημματικός < δίλημμα (από τη γενική διλήμματ(ος) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδιλημματικός,ή,ό
- μια κατάσταση, ενέργεια, αποτέλεσμα ενέργειας που προκαλεί διλήμματα
- Οι διλημματικές καταστάσεις προκαλούν ενδοατομικές και κοινωνικές συγκρούσεις
- Τα διλημματικά μηνύματα που στέλνει η Ε.Ε. στην Ελλάδα
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διλημματικός