Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διλημματικός η διλημματική το διλημματικό
      γενική του διλημματικού της διλημματικής του διλημματικού
    αιτιατική τον διλημματικό τη διλημματική το διλημματικό
     κλητική διλημματικέ διλημματική διλημματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διλημματικοί οι διλημματικές τα διλημματικά
      γενική των διλημματικών των διλημματικών των διλημματικών
    αιτιατική τους διλημματικούς τις διλημματικές τα διλημματικά
     κλητική διλημματικοί διλημματικές διλημματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία επεξεργασία

διλημματικός < δίλημμα (από τη γενική διλήμματ(ος) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

διλημματικός,ή,ό

  1. μια κατάσταση, ενέργεια, αποτέλεσμα ενέργειας που προκαλεί διλήμματα
    Οι διλημματικές καταστάσεις προκαλούν ενδοατομικές και κοινωνικές συγκρούσεις
    Τα διλημματικά μηνύματα που στέλνει η Ε.Ε. στην Ελλάδα

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία