ψευδοδιλημματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψευδοδιλημματικός < ψευδοδίλημμα (γενική ψευδοδιλήμματ-ος) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαψευδοδιλημματικός,ή,ό και ψευτοδιλημματικός
- που προκαλεί ψευδοδιλήμματα
- Οι ψευδοδιλημματικές καταστάσεις-αντιπαραθέσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψευδοδιλημματικός