↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψευδοδιλημματικός η ψευδοδιλημματική το ψευδοδιλημματικό
      γενική του ψευδοδιλημματικού της ψευδοδιλημματικής του ψευδοδιλημματικού
    αιτιατική τον ψευδοδιλημματικό την ψευδοδιλημματική το ψευδοδιλημματικό
     κλητική ψευδοδιλημματικέ ψευδοδιλημματική ψευδοδιλημματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψευδοδιλημματικοί οι ψευδοδιλημματικές τα ψευδοδιλημματικά
      γενική των ψευδοδιλημματικών των ψευδοδιλημματικών των ψευδοδιλημματικών
    αιτιατική τους ψευδοδιλημματικούς τις ψευδοδιλημματικές τα ψευδοδιλημματικά
     κλητική ψευδοδιλημματικοί ψευδοδιλημματικές ψευδοδιλημματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδοδιλημματικός < ψευδοδίλημμα (γενική ψευδοδιλήμματ-ος) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ψευδοδιλημματικός,ή,ό και ψευτοδιλημματικός

  1. που προκαλεί ψευδοδιλήμματα
    Οι ψευδοδιλημματικές καταστάσεις-αντιπαραθέσεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία