μεταπλάθω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταπλάθω < αρχαία ελληνική μεταπλάσσω
Ρήμα
επεξεργασίαμεταπλάθω
- δημιουργώ εκ νέου κάτι μεταβάλλοντας τη μορφή ή τη σύστασή του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταπλάθω
|