métaplastique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ta.plas.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
métaplastique | métaplastiques |
métaplastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
métaplastique | métaplastiques |
métaplastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό