Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταπλαστός η μεταπλαστή το μεταπλαστό
      γενική του μεταπλαστού της μεταπλαστής του μεταπλαστού
    αιτιατική τον μεταπλαστό τη μεταπλαστή το μεταπλαστό
     κλητική μεταπλαστέ μεταπλαστή μεταπλαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταπλαστοί οι μεταπλαστές τα μεταπλαστά
      γενική των μεταπλαστών των μεταπλαστών των μεταπλαστών
    αιτιατική τους μεταπλαστούς τις μεταπλαστές τα μεταπλαστά
     κλητική μεταπλαστοί μεταπλαστές μεταπλαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταπλαστός < μετα-πλασ- (μεταπλάσσω) + -τός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.plaˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐πλα‐στός

  Επίθετο επεξεργασία

μεταπλαστός, -ή, ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία