μεταπλαστός
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεταπλαστός < μετα-πλασ- (μεταπλάσσω) + -τός[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ta.plaˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐πλα‐στός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μεταπλαστός, -ή, ό
- που έχει υποστεί, ή που μπορεί να υποστεί μετάπλαση
- (γραμματική) που αλλάζει το θέμα κατά την κλίση
- → δείτε τον όρο μεταπλαστό όνομα ουσιαστικό, και μεταπλασμός καταλήξεων
- (γραμματική) που αλλάζει το θέμα κατά την κλίση
Επεξεργασία
- μεταπλάθω, μεταπλάσσω
- μετάπλαση
- μεταπλασία (ιατρική)
- μετάπλασμα (γεωπονία)
- μεταπλασμός (γλωσσολογία)
- μεταπλαστικός
- → και δείτε τη λέξη πλάθω και το αρχαίο πλάσσω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεταπλαστός
|
Επεξεργασία
- ↑ «μεταπλαστός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.