Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετάπλασμα τα μεταπλάσματα
      γενική του μεταπλάσματος των μεταπλασμάτων
    αιτιατική το μετάπλασμα τα μεταπλάσματα
     κλητική μετάπλασμα μεταπλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετάπλασμα < μετά- + πλάσμα (πλάσσω, πλάθω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈta.pla.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τά‐πλα‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετάπλασμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία