ξεπλανεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεπλανεύω
- αποπλανώ, ξελογιάζω
- Η άτιμη, ξεπλάνεψε τον άντρα της καημένης της Μαρίας!
- εξαπατώ, παρασύρω
- Τον ξεπλανέψανε ότι θα πιάσει την καλή κι έχασε όλα τα λεφτά του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεπλανεύω | ξεπλάνευα | θα ξεπλανεύω | να ξεπλανεύω | ξεπλανεύοντας | |
β' ενικ. | ξεπλανεύεις | ξεπλάνευες | θα ξεπλανεύεις | να ξεπλανεύεις | ξεπλάνευε | |
γ' ενικ. | ξεπλανεύει | ξεπλάνευε | θα ξεπλανεύει | να ξεπλανεύει | ||
α' πληθ. | ξεπλανεύουμε | ξεπλανεύαμε | θα ξεπλανεύουμε | να ξεπλανεύουμε | ||
β' πληθ. | ξεπλανεύετε | ξεπλανεύατε | θα ξεπλανεύετε | να ξεπλανεύετε | ξεπλανεύετε | |
γ' πληθ. | ξεπλανεύουν(ε) | ξεπλάνευαν ξεπλανεύαν(ε) |
θα ξεπλανεύουν(ε) | να ξεπλανεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεπλάνεψα | θα ξεπλανέψω | να ξεπλανέψω | ξεπλανέψει | ||
β' ενικ. | ξεπλάνεψες | θα ξεπλανέψεις | να ξεπλανέψεις | ξεπλάνεψε | ||
γ' ενικ. | ξεπλάνεψε | θα ξεπλανέψει | να ξεπλανέψει | |||
α' πληθ. | ξεπλανέψαμε | θα ξεπλανέψουμε | να ξεπλανέψουμε | |||
β' πληθ. | ξεπλανέψατε | θα ξεπλανέψετε | να ξεπλανέψετε | ξεπλανέψτε | ||
γ' πληθ. | ξεπλάνεψαν ξεπλανέψαν(ε) |
θα ξεπλανέψουν(ε) | να ξεπλανέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεπλανέψει | είχα ξεπλανέψει | θα έχω ξεπλανέψει | να έχω ξεπλανέψει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεπλανέψει | είχες ξεπλανέψει | θα έχεις ξεπλανέψει | να έχεις ξεπλανέψει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεπλανέψει | είχε ξεπλανέψει | θα έχει ξεπλανέψει | να έχει ξεπλανέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεπλανέψει | είχαμε ξεπλανέψει | θα έχουμε ξεπλανέψει | να έχουμε ξεπλανέψει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεπλανέψει | είχατε ξεπλανέψει | θα έχετε ξεπλανέψει | να έχετε ξεπλανέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεπλανέψει | είχαν ξεπλανέψει | θα έχουν ξεπλανέψει | να έχουν ξεπλανέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεπλανεύομαι | ξεπλανευόμουν(α) | θα ξεπλανεύομαι | να ξεπλανεύομαι | ||
β' ενικ. | ξεπλανεύεσαι | ξεπλανευόσουν(α) | θα ξεπλανεύεσαι | να ξεπλανεύεσαι | (ξεπλανεύου) | |
γ' ενικ. | ξεπλανεύεται | ξεπλανευόταν(ε) | θα ξεπλανεύεται | να ξεπλανεύεται | ||
α' πληθ. | ξεπλανευόμαστε | ξεπλανευόμαστε ξεπλανευόμασταν |
θα ξεπλανευόμαστε | να ξεπλανευόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεπλανεύεστε | ξεπλανευόσαστε ξεπλανευόσασταν |
θα ξεπλανεύεστε | να ξεπλανεύεστε | (ξεπλανεύεστε) | |
γ' πληθ. | ξεπλανεύονται | ξεπλανεύονταν ξεπλανευόντουσαν |
θα ξεπλανεύονται | να ξεπλανεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεπλανεύτηκα | θα ξεπλανευτώ | να ξεπλανευτώ | ξεπλανευτεί | ||
β' ενικ. | ξεπλανεύτηκες | θα ξεπλανευτείς | να ξεπλανευτείς | ξεπλανέψου | ||
γ' ενικ. | ξεπλανεύτηκε | θα ξεπλανευτεί | να ξεπλανευτεί | |||
α' πληθ. | ξεπλανευτήκαμε | θα ξεπλανευτούμε | να ξεπλανευτούμε | |||
β' πληθ. | ξεπλανευτήκατε | θα ξεπλανευτείτε | να ξεπλανευτείτε | ξεπλανευτείτε | ||
γ' πληθ. | ξεπλανεύτηκαν ξεπλανευτήκαν(ε) |
θα ξεπλανευτούν(ε) | να ξεπλανευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεπλανευτεί | είχα ξεπλανευτεί | θα έχω ξεπλανευτεί | να έχω ξεπλανευτεί | ξεπλανεμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεπλανευτεί | είχες ξεπλανευτεί | θα έχεις ξεπλανευτεί | να έχεις ξεπλανευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεπλανευτεί | είχε ξεπλανευτεί | θα έχει ξεπλανευτεί | να έχει ξεπλανευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεπλανευτεί | είχαμε ξεπλανευτεί | θα έχουμε ξεπλανευτεί | να έχουμε ξεπλανευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεπλανευτεί | είχατε ξεπλανευτεί | θα έχετε ξεπλανευτεί | να έχετε ξεπλανευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεπλανευτεί | είχαν ξεπλανευτεί | θα έχουν ξεπλανευτεί | να έχουν ξεπλανευτεί |