Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεπλανεύω < ξε και πλανεύω < ἐκπλανάω-ἐκπλανῶ

ξεπλανεύω

  1. αποπλανώ, ξελογιάζω
    Η άτιμη, ξεπλάνεψε τον άντρα της καημένης της Μαρίας!
  2. εξαπατώ, παρασύρω
    Τον ξεπλανέψανε ότι θα πιάσει την καλή κι έχασε όλα τα λεφτά του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία