Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεπλανεμένος η ξεπλανεμένη το ξεπλανεμένο
      γενική του ξεπλανεμένου της ξεπλανεμένης του ξεπλανεμένου
    αιτιατική τον ξεπλανεμένο την ξεπλανεμένη το ξεπλανεμένο
     κλητική ξεπλανεμένε ξεπλανεμένη ξεπλανεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεπλανεμένοι οι ξεπλανεμένες τα ξεπλανεμένα
      γενική των ξεπλανεμένων των ξεπλανεμένων των ξεπλανεμένων
    αιτιατική τους ξεπλανεμένους τις ξεπλανεμένες τα ξεπλανεμένα
     κλητική ξεπλανεμένοι ξεπλανεμένες ξεπλανεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπλανεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεπλανεύω

  Μετοχή επεξεργασία

ξεπλανεμένος, -η, -ο

  • που τον έχουν εξαπατήσει, πλανέψει, αποπλανήσει
  • → δείτε τη λέξη ξεπλανεύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία