• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πλάνεψα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpla.ne.psa/
τυπογραφικός συλλαβισμός : πλά‐νε‐ψα

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πλάνεψα

  1. α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του πλανεύω
  2. α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του πλανώ
    άλλες μορφές: πλάνεσα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πλάνεψα&oldid=5649253"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Ιανουαρίου 2023, στις 20:24

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Ιανουαρίου 2023, στις 20:24.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας