πλάνεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλάνεμα < μεσαιωνική ελληνική πλάνεμα < πλανεύω < αρχαία ελληνική πλάνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλάνεμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πλανεύω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλάνεμα
|