ενεστώτας entice
γ΄ ενικό ενεστώτα entices
αόριστος enticed
παθητική μετοχή enticed
ενεργητική μετοχή enticing

entice (en)

  1. δελεάζω, παρασύρω
    to entice a child into the wonderful world of books
    δελεάζω ένα παιδί μέσα στον πανέμορφο κόσμο των βιβλίων