entice
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | entice |
γ΄ ενικό ενεστώτα | entices |
αόριστος | enticed |
παθητική μετοχή | enticed |
ενεργητική μετοχή | enticing |
Ρήμα
επεξεργασίαentice (en)
ενεστώτας | entice |
γ΄ ενικό ενεστώτα | entices |
αόριστος | enticed |
παθητική μετοχή | enticed |
ενεργητική μετοχή | enticing |
entice (en)