Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δόλων
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
Δόλων
,
Δόλωνας
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
δόλων
<
ελληνιστική κοινή
δόλων
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δόλων
αρσενικό
(
σπάνιο
)
κρυμμένο
μαχαίρι
ή
στιλέτο
(
ναυτικός όρος
) (συνήθως στον πληθυντικό)
γάμπια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δόλων
αρχαία ελληνική
:
δόλων
(1)
αγγλικά
:
poniard
(en)
(1),
stiletto
(en)
(1)