Ετυμολογία

επεξεργασία
δολιεύομαι < (ελληνιστική κοινήδολιεύομαι < αρχαία ελληνική δόλιος < δόλος

δολιεύομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία