trickery
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
trickery | trickeries |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈtrɪk.ər.i/ (βρετανικό)
Ουσιαστικό επεξεργασία
trickery (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
ενικός | πληθυντικός |
trickery | trickeries |
trickery (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)