πιβουλιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πιβουλιά < μεσαιωνική ελληνική< πιβουλεύγω=γίνομαι δόλιος < αρχαία ελληνική επιβουλία < επιβουλεύομαι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πιβουλιά θηλυκό δόλος
Αντώνυμα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πιβουλιά