↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δολοφονικός η δολοφονική το δολοφονικό
      γενική του δολοφονικού της δολοφονικής του δολοφονικού
    αιτιατική τον δολοφονικό τη δολοφονική το δολοφονικό
     κλητική δολοφονικέ δολοφονική δολοφονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δολοφονικοί οι δολοφονικές τα δολοφονικά
      γενική των δολοφονικών των δολοφονικών των δολοφονικών
    αιτιατική τους δολοφονικούς τις δολοφονικές τα δολοφονικά
     κλητική δολοφονικοί δολοφονικές δολοφονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δολοφονικός < δολοφόνος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

δολοφονικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται σε μια δολοφονία ή χρησιμοποιείται σε αυτήν ή χαρακτηρίζει ή ανήκει σε έναν δολοφόνο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία