Ετυμολογία

επεξεργασία

δολοφονικά < δολοφονικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

δολοφονικά

  1. με δολοφονικό τρόπο
    με κοίταξε δολοφονικά (με εχθρότητα, σαν να ήθελε να με σκοτώσει)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

δολοφονικά