ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀγρευτηρ-
ονομαστική ἀγρευτήρ οἱ ἀγρευτῆρες
      γενική τοῦ ἀγρευτῆρος τῶν ἀγρευτήρων
      δοτική τῷ ἀγρευτῆρ τοῖς ἀγρευτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀγρευτῆρ τοὺς ἀγρευτῆρᾰς
     κλητική ! ἀγρευτήρ ἀγρευτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγρευτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγρευτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγρευτήρ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀγρεύ(ω) + -τήρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγρευτήρ αρσενικό