Δείτε επίσης: αγρευτής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγρευτής οἱ ἀγρευταί
      γενική τοῦ ἀγρευτοῦ τῶν ἀγρευτῶν
      δοτική τῷ ἀγρευτ τοῖς ἀγρευταῖς
    αιτιατική τὸν ἀγρευτήν τοὺς ἀγρευτᾱ́ς
     κλητική ! ἀγρευτᾰ́ ἀγρευταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγρευτᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀγρευταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγρευτής < ἀγρεύ(ω) + -τής < ἄγρα. Διαφορετικό το ἀγρός (και ἄγριος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγρευτής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο κυνηγός, αγρευτής
  2. (προσωνυμία) επίθετο του Απόλλωνα ως θεού και του κυνηγιού
    ※  καὶ τὸν ἀγρευτὰν Ἀπόλλω καὶ κασιγνήταν πυκνοστίκτων ὀπαδὸν ὠκυπόδων ἐλάφων (Σοφοκλής)
  3. και ως επίθετο, εκείνος που βοηθά στην παγίδευση του θηράματος
    ⮡  ἐπ᾽ ἀγρευταῖς χευάμενος καλάμοις (δικτυωτό πλέγμα από καλάμια)
    ⮡  κύνες ἀγρευταί (τα κυνηγόσκυλα, τα κυνηγετικά σκυλιά)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἄγρα