γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀγρευτός ἀγρευτή τὸ ἀγρευτόν
      γενική τοῦ ἀγρευτοῦ τῆς ἀγρευτῆς τοῦ ἀγρευτοῦ
      δοτική τῷ ἀγρευτ τῇ ἀγρευτ τῷ ἀγρευτ
    αιτιατική τὸν ἀγρευτόν τὴν ἀγρευτήν τὸ ἀγρευτόν
     κλητική ! ἀγρευτέ ἀγρευτή ἀγρευτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀγρευτοί αἱ ἀγρευταί τὰ ἀγρευτᾰ́
      γενική τῶν ἀγρευτῶν τῶν ἀγρευτῶν τῶν ἀγρευτῶν
      δοτική τοῖς ἀγρευτοῖς ταῖς ἀγρευταῖς τοῖς ἀγρευτοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀγρευτούς τὰς ἀγρευτᾱ́ς τὰ ἀγρευτᾰ́
     κλητική ! ἀγρευτοί ἀγρευταί ἀγρευτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγρευτώ τὼ ἀγρευτᾱ́ τὼ ἀγρευτώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀγρευτοῖν τοῖν ἀγρευταῖν τοῖν ἀγρευτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγρευτός < ἀγρεύω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀγρευτός, ή, όν

Συνώνυμα

επεξεργασία