Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀγρευτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἀγρευτ
ός
ἡ
ἀγρευτ
ή
τὸ
ἀγρευτ
όν
γενική
τοῦ
ἀγρευτ
οῦ
τῆς
ἀγρευτ
ῆς
τοῦ
ἀγρευτ
οῦ
δοτική
τῷ
ἀγρευτ
ῷ
τῇ
ἀγρευτ
ῇ
τῷ
ἀγρευτ
ῷ
αιτιατική
τὸν
ἀγρευτ
όν
τὴν
ἀγρευτ
ήν
τὸ
ἀγρευτ
όν
κλητική
ὦ
!
ἀγρευτ
έ
ἀγρευτ
ή
ἀγρευτ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἀγρευτ
οί
αἱ
ἀγρευτ
αί
τὰ
ἀγρευτ
ᾰ́
γενική
τῶν
ἀγρευτ
ῶν
τῶν
ἀγρευτ
ῶν
τῶν
ἀγρευτ
ῶν
δοτική
τοῖς
ἀγρευτ
οῖς
ταῖς
ἀγρευτ
αῖς
τοῖς
ἀγρευτ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
ἀγρευτ
ούς
τὰς
ἀγρευτ
ᾱ́ς
τὰ
ἀγρευτ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
ἀγρευτ
οί
ἀγρευτ
αί
ἀγρευτ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀγρευτ
ώ
τὼ
ἀγρευτ
ᾱ́
τὼ
ἀγρευτ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
ἀγρευτ
οῖν
τοῖν
ἀγρευτ
αῖν
τοῖν
ἀγρευτ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀγρευτός
<
ἀγρεύω
Επίθετο
επεξεργασία
ἀγρευτός, ή, όν
που συνελήφθη, πιάστηκε στο
κυνήγι
ή ίσως και στο
ψάρεμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
ἀγρέμιος
, α, ον