Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικτυωτός η δικτυωτή το δικτυωτό
      γενική του δικτυωτού της δικτυωτής του δικτυωτού
    αιτιατική τον δικτυωτό τη δικτυωτή το δικτυωτό
     κλητική δικτυωτέ δικτυωτή δικτυωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικτυωτοί οι δικτυωτές τα δικτυωτά
      γενική των δικτυωτών των δικτυωτών των δικτυωτών
    αιτιατική τους δικτυωτούς τις δικτυωτές τα δικτυωτά
     κλητική δικτυωτοί δικτυωτές δικτυωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικτυωτός < ελληνιστική κοινή δικτυωτός < δικτυόομαι < αρχαία ελληνική δίκτυον

  Επίθετο επεξεργασία

δικτυωτός, -ή, -ό

  1. που η δομή του μοιάζει με δίχτυ
  2. που έχει τη δομή δικτύου
  3. (ουσιαστικοποιημένο) δικτυωτό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία