δικτυωτά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
δικτυωτά
- με δικτυωτό τρόπο ή σε δικτυωτό σχηματισμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
δικτυωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
δικτυωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δικτυωτό