ἀγρεσία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀγρεσίᾱ | αἱ | ἀγρεσίαι |
γενική | τῆς | ἀγρεσίᾱς | τῶν | ἀγρεσιῶν |
δοτική | τῇ | ἀγρεσίᾳ | ταῖς | ἀγρεσίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀγρεσίᾱν | τὰς | ἀγρεσίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀγρεσίᾱ | ἀγρεσίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγρεσίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγρεσίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγρεσία < ἀγρεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀγρεσία θηλυκό ( & ιωνικός τύπος ἀγρεσίη-ης )
- τὰ δίκτυα θῆκαν ὅμαιμοι, ἀγρότα Πάν, ἄλλης ἄλλος ἀπ᾽ ἀγρεσίης
→ δείτε τη λέξη ἄγρα