αἰγιαλῖτις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αἰγιαλῖτις | αἱ | αἰγιαλίτιδες | ||||
γενική | τῆς | αἰγιαλίτιδος | τῶν | αἰγιαλιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | αἰγιαλίτιδῐ | ταῖς | αἰγιαλίτισῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | αἰγιαλῖτιν | τὰς | αἰγιαλίτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | αἰγιαλῖτι | αἰγιαλίτιδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰγιαλίτιδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰγιαλιτίδοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αἰγιαλῖτις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική αἰγιαλ(ός) + -ῖτις, εννοείται το ουσιαστικό γῆ
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: καθαρεύουσα αἰγιαλῖτις ⇘ νέα ελληνικά: αιγιαλίτιδα (αιγιαλίτιδα ζώνη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααἰγιαλῖτις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) (γη) που ανήκει στον αιγιαλό, στο γιαλό
Πηγές
επεξεργασία- αἰγιαλῖτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.