• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αιγιαλός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιγιαλός οι αιγιαλοί
      γενική του αιγιαλού των αιγιαλών
    αιτιατική τον αιγιαλό τους αιγιαλούς
     κλητική αιγιαλέ αιγιαλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αιγιαλός < αρχαία ελληνική αἰγιαλός < αἶξ (πληθυντικός: αἶγες = κύματα) + ἅλς (γενική: ἁλός, θάλασσα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιγιαλός αρσενικό

  1. η παραλιακή θαλάσσια ζώνη
  2. ο γιαλός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αιγιαλίτιδα

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • αιγιαλός στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αιγιαλός
  • αγγλικά : seaside (en)
  • γαλλικά : littoral (fr), rivage (fr), plage (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αιγιαλός&oldid=5719288"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Αυγούστου 2023, στις 12:13

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Αυγούστου 2023, στις 12:13.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας