Δείτε επίσης: γυαλί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιαλός οι γιαλοί
      γενική του γιαλού των γιαλών
    αιτιατική τον γιαλό τους γιαλούς
     κλητική γιαλέ γιαλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιαλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιαλός < αρχαία ελληνική αἰγιαλός[1] < ἀΐσσω + ἅλς (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séh₂l- / *séh₂ls: αλάτι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝaˈlos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιαλός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

  • ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε
  • κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία