ακρογιαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακρογιαλιά | οι | ακρογιαλιές |
γενική | της | ακρογιαλιάς | των | ακρογιαλιών |
αιτιατική | την | ακρογιαλιά | τις | ακρογιαλιές |
κλητική | ακρογιαλιά | ακρογιαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ακρογιαλιά < ακρογιάλ(ι) + -ιά[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kɾo.ʝaˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐για‐λιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακρογιαλιά θηλυκό
- το μέρος όπου η ξηρά συναντιέται με τη θάλασσα· η ακτή, η παραλία, ο γιαλός
- ※ Το καλοκαιράκι, στη ακρογιαλιά / μέσα στο νεράκι, πλέουμ’ αγκαλιά. / Πέφτει το βραδάκι, πιάνει η δροσιά / δός μου ένα φιλάκι, κι έλα πιό κοντά.
- Το καλοκαιράκι, στίχοι/μουσική/εκτέλεση: Νίκος Πορτοκάλογλου, 1986
- ※ Το καλοκαιράκι, στη ακρογιαλιά / μέσα στο νεράκι, πλέουμ’ αγκαλιά. / Πέφτει το βραδάκι, πιάνει η δροσιά / δός μου ένα φιλάκι, κι έλα πιό κοντά.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ακρογιαλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας