Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακρογιαλίτης οι ακρογιαλίτες
      γενική του ακρογιαλίτη των ακρογιαλιτών
    αιτιατική τον ακρογιαλίτη τους ακρογιαλίτες
     κλητική ακρογιαλίτη ακρογιαλίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρογιαλίτης < ακρογιάλ(ι) + -ίτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɾo.ʝaˈli.ti.s/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐για‐λί‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακρογιαλίτης αρσενικό (θηλυκό ακρογιαλίτισσα)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία