Δείτε επίσης: αιγιαλός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἰγιαλός οἱ αἰγιαλοί
      γενική τοῦ αἰγιαλοῦ τῶν αἰγιαλῶν
      δοτική τῷ αἰγιαλ τοῖς αἰγιαλοῖς
    αιτιατική τὸν αἰγιαλόν τοὺς αἰγιαλούς
     κλητική ! αἰγιαλέ αἰγιαλοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰγιαλώ
γεν-δοτ τοῖν  αἰγιαλοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰγῐᾰλός < ἀΐσσω + ἅλς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αἰγιαλός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία