αἰγιαλός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αἰγιαλός | οἱ | αἰγιαλοί |
γενική | τοῦ | αἰγιαλοῦ | τῶν | αἰγιαλῶν |
δοτική | τῷ | αἰγιαλῷ | τοῖς | αἰγιαλοῖς |
αιτιατική | τὸν | αἰγιαλόν | τοὺς | αἰγιαλούς |
κλητική ὦ! | αἰγιαλέ | αἰγιαλοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰγιαλώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰγιαλοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααἰγιαλός αρσενικό ή θηλυκό
- γιαλός, παραλία, ακροθαλασσιά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 210 (206-211)
- τὸν ἰσάνεμόν τε ποδοῖν | λαιψηροδρόμον Ἀχιλῆα, | τὸν ἁ Θέτις τέκε καὶ Χείρων | ἐξεπόνησεν, εἶδον | αἰγιαλοῖς παρά τε κροκάλαις | δρόμον ἔχοντα σὺν ὅπλοις·
- Και τον Αχιλλέα το φτεροπόδη, | που στο τρέξιμο με ανέμους παραβγαίνει, | γιο της Θέτης | και που ο Χείρωνας τον έχει αναθρεμμένον, | στο γιαλό κοντά στα βότσαλα τον είδα | βαριαρμάτωτος να τρέχει·
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- τὸν ἰσάνεμόν τε ποδοῖν | λαιψηροδρόμον Ἀχιλῆα, | τὸν ἁ Θέτις τέκε καὶ Χείρων | ἐξεπόνησεν, εἶδον | αἰγιαλοῖς παρά τε κροκάλαις | δρόμον ἔχοντα σὺν ὅπλοις·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 210 (206-211)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀΐσσω
- (νέα ελληνική) αιγιαλός